- σκουληκοφάγωμα
- τομέρος φαγωμένο από σκουλήκια ή διάβρωση που προκαλείται από σκουλήκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουληκοφάγωμα — το, Ν 1. διάβρωση που προκαλούν τα σκουλήκια 2. μέρος που έχει φαγωθεί, που έχει καταστραφεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φάγωμα (πρβλ. ποντικο φάγωμα)] … Dictionary of Greek